KINONÓ 4.95

4.4 star(s) from 97 votes
Φαλήρου 48, Κουκάκι
Athens, 11742
Greece

Contact Details & Working Hours

Details

(=κοινωνώ)

έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω

νεοελλ.-μσν.
1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον
2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη, θεία κοινωνία, μεταλαβαίνω
μσν.
1. δίνω μερίδιο ενός πράγματος, προσφέρω
2. μέσ. κοινωνοῡμαι, -έομαι
μεταλαβαίνω
μσν.-αρχ.
συνουσιάζομαι
αρχ.
1. έχω μερίδιο
2. έχω σχέσεις, δοσοληψίες με κάποιον
3. συγκατανεύω, συμφωνώ με κάποιον
4. συγκοινωνώ, συνάπτομαι, συνδέομαι
5. αποτελώ κοινότητα
6. δίνω μερίδιο
7. παθ. ενώνομαι με κάτι, συνενώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινών, -ῶνος, παρ. τού κοινός].