στενός - ή - ό [stenós] α. που έχει πολύ μικρό πλάτος β. που έχει σχετικά μικρή έκταση γ. που είναι άρρηκτα δεμένος, συνδεδεμένος με δεσμούς συγγενικούς, φιλικούς, συντροφικούς
Το καφενείο “Το στενό” αποτελεί μέρος του κοινωνικού συνεταιρισμού “ασκολίμπρε” και λειτουργεί ως κοοπερατίβα εργασίας. Στο “στενό” δεν θα συναντήσετε σχέσεις εκμετάλλευσης καθώς τα άτομα που το απαρτίζουν έχουν επιλέξει να αλληλεπιδρούν και να συνεργάζονται σε ισότιμη βάση. Το χώρο αυτό δημιουργήσαμε άνθρωποι που με γνώμονα τον αξιοπρεπή βιοπορισμό, προσπαθούμε να λειτουργήσουμε με όσο το δυνατό καλύτερους όρους. Στη διαδρομή αυτή, επιθυμούμε να συναντηθούμε και με άλλο κόσμο, να βρεθούμε σε κοινούς τόπους και να δημιουργήσουμε κοινούς στόχους.
“To steno'' is part of the (social) cooperative ''Askolibre'' and a work cooperative. You will not come across any kind of exploitation here, since all participants have chosen to interact and work with each other on equal terms. This place has been created by people who, driven by the need of earning a living decently, we have created this place and we are trying to work together under the best possible conditions. Through this journey, we would like to meet other people, be in common pathways and set common goals.